Ο Jeff Buckley γεννημένος στην πόλη Anaheim της ηλιόλουστης California τον Νοέμβρη του 1966 και μεγαλωμένος στα νότια προάστια της πολιτείας, έρχεται σε επαφή με την μουσική από την παιδική του ηλικία. Είναι γιος του συνθέτη και ερμηνευτή Tim Buckley, που αν και θα τον συναντήσει ελάχιστα στην ζωή του, οι πορείες τους διαγράφονται παράλληλες και της μουσικού Mary Guibert. Παίρνει τα πρώτα μαθήματα αρμονίας από την μητέρα του-τσελίστα και φανατική των Beatles-και σε ηλικία πέντε ετών αρχίζει να ανακαλύπτει την μαγεία της κιθάρας. Σημαντική επιρροή στις μουσικές του προτιμήσεις παίζει και ο πατριός του ο οποίος τον μυεί από πολύ νωρίς στους Led Zeppelin, The Who, Pink Floyd, Jimi Hendrix, Booker T. and the MG’s. Στην ηλικία των γλυκών δεκαέξι εμπλουτίζει τα μουσικά του ακούσματα με την γαλλική μουσική σκηνή των βαριετέ ακούγοντας την Edith Piaf. Πολυδιάστατος και χωρίς παρωπίδες στρέφεται ταυτόχρονα προς την punk και την Αφρικανοαμερικάνικη μουσική σκηνή δείχνοντας έντονο θαυμασμό για τους Bad Brains και τον μπλουζίστα Robert Johnson αντιστοίχως.
Συνήθως απρόθυμος να μιλήσει για τον εαυτό του, από τις λιγοστές αναφορές του στον ίδιο, ο Jeff Buckley υποστηρίζει ότι είναι ο τραγουδιστής του ‘‘ανεκπλήρωτου’’. Αναφερόμενος στις μουσικές επιρροές του, πολύ έξυπνα παρομοιάζει τον εαυτό του με ‘‘το νόθο παιδί που προήλθε από το γονιμοποιημένο ωάριο της Nina Simone και των τεσσάρων μελών του συγκροτήματος των Led Zeppelin, το οποίο εμφυτεύθηκε στην μήτρα της Edith Piaf από όπου και ήρθε στη ζωή. Στην συνέχεια αναπτύσσει αθώο εφηβικό φλερτ με τον Robert Johnson από όπου παίρνει απόρριψη και συντετριμμένος τρέχει στην αγκαλιά του Ray Charles ψελλίζοντας τον πόνο του μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.’’
Από το βιβλίο της Daphne A. Brooks, ‘‘Grace’’.
‘‘Είναι όλα εκεί μέσα, έτσι δεν είναι; Είναι απλά όλα εκεί μέσα. Ταξιδεύοντας από την Billie Holiday στην Judy Garland και από την Judy Garland στους Bad Brains, χαζεύοντας με τον Geddy Lee επιστρέφει πίσω ταλαντευόμενος από τον Curtis Mayfield στον Hank Williams και στον Robert Johnson’’
Αναφορά του Steve Berkowitz στη Merri Cyr συγγραφέα του βιβλίου ‘‘Α wished for song: A portrait of Jeff Buckley’’
Ολοκληρώνει τις σπουδές του στο μουσικό κολλέγιο ‘‘Musicians Institute’’ στο Los Angeles το 1985 και για μια πενταετία εργάζεται για τα προς το ζην εκτός μουσικού πεδίου. Παράλληλα συμμετέχει σε διάφορα συγκροτήματα παίζοντας κιθάρα σε στυλ Jazz, Reggae, Roots Rock, Heavy Metal και κάνοντας φωνητικά. Στο τέλος αυτής της περιόδου, η φωνή του αδιόρατη ακόμη, επηρεασμένη από άλλη εποχή είναι έτοιμη πλέον να φέρει επανάσταση στο μέλλον.
Ο αοιδός, στιχουργός και κιθαρίστας Jeff Buckley, δεν θα αισθανθεί γνήσιος καλλιτέχνης έως ότου καταφύγει στα ‘‘βάναυσα χέρια’’ της Νέας Υόρκης τον Φεβρουάριο του 1990. Χωρίς να του έχουν παρουσιαστεί σημαντικές ευκαιρίες, επιστρέφει πίσω στο Los Angeles όπου δημιουργεί το πρώτο του demo με την βοήθεια του Herb Cohen επιζητώντας την προσοχή της μουσικής βιομηχανίας. Αφοσιωμένος στην ‘‘ιδέα’’ του πατέρα του, επιστρέφει στην Νέα Υόρκη ένα χρόνο μετά και κάνει το ντεμπούτο του σε μια συναυλία αφιερωμένη στον Tim Buckley ‘‘Greeting from Tim Buckley’’ αποφεύγοντας να παρουσιάσει δικά του τραγούδια απονέμοντας με αυτό τον τρόπο φόρο τιμής στον άνθρωπο που ιδεολογικά και μόνο τον επηρέασε.
‘‘Συνειδητοποίησα ότι πιθανότατα δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία να τιμήσω τον Tim, ασχέτως με τα ανάμεικτα συναισθήματα που τρέφω γι’ αυτόν, με τον πόνο ή τον θυμό που νιώθω εναντίον του, οτιδήποτε δεν έχω καταφέρει να εκφράσω. Το γεγονός ότι ποτέ δεν πήγα στην κηδεία του πάντα με ενοχλούσε. Νόμιζα ότι μπορώ να το θάψω μέσα μου ή να το ξεφορτωθώ ωστόσο έκανα αυτό για εκείνον’’
Λόγια του Jeff Buckley, από το βιβλίο της Daphne A. Brooks, ‘‘Grace’’
Αυτό είναι το πρώτο του μεγάλο βήμα που τον εντάσσει στην μουσική βιομηχανία. Tο 1991 γράφει το ‘‘Grace’’ και το ‘‘Mojo Pin’’ ενώ τα live συνεχίζονται με πολλές διασκευές τραγουδιών πληθώρας καλλιτεχνών όπως Leonard Cohen, The Smiths, Elton John, Siouxsie Sioux κ.α. Το ‘‘Hallelujah’’ του Leonard Cohen διασκευασμένο από τον Jeff Buckley κάνει αίσθηση ενώ δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι πολλές διασκευές του συγκεκριμένου τραγουδιού από σύγχρονους καλλιτέχνες ακόμα και σήμερα στηρίζονται στο ύφος και τον τόνο του Buckley. Δημιουργεί το πρώτο του ΕP το οποίο ηχογραφείται το 1992 σε μια ιρλανδική pub ‘‘Sin-e’’, στέκι μουσικών παραγωγών και καλλιτεχνών, όπου συνήθιζε να δίνει συναυλίες κερδίζοντας εκτίμηση και αναγνώριση. Το 1994 κυκλοφορεί ο πρώτος και τελευταίος δίσκος του Jeff Buckley ο οποίος περιλαμβάνει 7 δικά του κομμάτια και 3 διασκευές.
Σε αντίθεση με τους μουσικούς της εποχής του που έχαναν τη ζωή τους από τις καταχρήσεις ο Jeff Buckley χάνει τη ζωή του από πνιγμό στις 29 Μαΐου του 1997.
Το ταλέντο του το οποίο θα γιγαντωνόταν μετά τη δημιουργία 4-5 δίσκων (όπως και οι REM άλλωστε) σίγουρα χρειαζόταν χρόνο να ωριμάσει. Ωστόσο, με τίποτα παραπάνω από ένα Live EP, ένα πλήρες άλμπουμ και διάφορες συμμετοχές στους δίσκους άλλων καλλιτεχνών στο ενεργητικό του, κατάφερε να ξεχωρίσει ως ένας από τους πιο ιδιαίτερους και σημαντικούς καλλιτέχνες ο οποίος ακόμη και σήμερα δημιουργεί εντυπώσεις σε κριτικούς και κοινό.
‘‘Λάτρευα να βλέπω αυτό που συνέβαινε στο κοινό. Να μην γνωρίζει ποιος είναι και στο τέλος της συναυλίας να μένει μαρμαρωμένο και μετουσιωμένο. Έβλεπα την λύσσα με την οποία οι θαυμαστές του πλήθαιναν. Είχε την ικανότητα να κάνει κάθε άτομο ξεχωριστά να νιώθει ως ο πιο σημαντικός άνθρωπος στον κόσμο, ακόμη και αν το συναίσθημα αυτό διαρκούσε για ένα δευτερόλεπτο. Αυτός ήταν ο τρόπος που τον καθιστούσε ικανό να αντιλαμβάνεται και να αγγίζει το κοινό έστω για ένα δευτερόλεπτο και το ευχαριστούσε με ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα που τον θαύμαζε κι εκτιμούσε την μουσική του. Με αυτόν τον τρόπο έδινε πίσω κάτι από αυτό που δεχόταν’’
Αναφορά του Leih Reid, στη Merri Cyr συγγραφέα του βιβλίου ‘‘Α wished for song: A portrait of Jeff Buckley’’
Εύα Κούση 30 Νοεμβρίου 2010